parvenu
par
ˈpɑ:r
παρ
ve
βα
nu
ˌnu:
νου
British pronunciation
/pˈɑːvənˌuː/
parvenue

Ορισμός και σημασία του "parvenu"στα αγγλικά

01

νεόπλουτος, παρβενιού

a low-born individual who has gained quick and unexpected power, success, or wealth
example
Παραδείγματα
The parvenu quickly rose to prominence, flaunting his newfound wealth and social status.
Ο νεόπλουτος ανέβηκε γρήγορα στην επιφάνεια, επιδεικνύοντας τον νέο του πλούτο και κοινωνική θέση.
Despite his lack of noble heritage, the parvenu's rapid success made him the talk of high society.
Παρά την έλλειψη ευγενούς καταγωγής, η γρήγορη επιτυχία του νεόπλουτου τον έκανε θέμα συζήτησης της υψηλής κοινωνίας.
01

νεόπλουτος, νεόπλουτου

of or characteristic of a parvenu
02

χαρακτηριστικό κάποιου που έχει ανέλθει οικονομικά ή κοινωνικά αλλά στερείται των κατάλληλων κοινωνικών δεξιοτήτων για αυτή τη νέα θέση

characteristic of someone who has risen economically or socially but lacks the social skills appropriate for this new position
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store