Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Parvenu
01
νεόπλουτος, παρβενιού
a low-born individual who has gained quick and unexpected power, success, or wealth
Παραδείγματα
The parvenu quickly rose to prominence, flaunting his newfound wealth and social status.
Ο νεόπλουτος ανέβηκε γρήγορα στην επιφάνεια, επιδεικνύοντας τον νέο του πλούτο και κοινωνική θέση.
Despite his lack of noble heritage, the parvenu's rapid success made him the talk of high society.
Παρά την έλλειψη ευγενούς καταγωγής, η γρήγορη επιτυχία του νεόπλουτου τον έκανε θέμα συζήτησης της υψηλής κοινωνίας.
parvenu
01
νεόπλουτος, νεόπλουτου
of or characteristic of a parvenu
02
χαρακτηριστικό κάποιου που έχει ανέλθει οικονομικά ή κοινωνικά αλλά στερείται των κατάλληλων κοινωνικών δεξιοτήτων για αυτή τη νέα θέση
characteristic of someone who has risen economically or socially but lacks the social skills appropriate for this new position



























