Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
blissed up
01
σε έκσταση, στουκωμένος
feeling extremely happy or euphoric, sometimes due to being high on drugs
Παραδείγματα
He was blissed up after smoking with his friends.
Ήταν blissed up αφού κάπνισε με τους φίλους του.
She felt blissed up listening to her favorite music.
Αισθανόταν εξαιρετικά ευτυχισμένη και ευφορική ενώ άκουγε την αγαπημένη της μουσική.



























