Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
buzzed
01
ελαφρώς μεθυσμένος, ζαλισμένος
slightly intoxicated from alcohol or cannabis
Παραδείγματα
He felt buzzed after just two beers.
Αισθάνθηκε ζαλισμένος μετά από μόλις δύο μπύρες.
She's buzzed from the wine at dinner.
Είναι ζαλισμένη από το κρασί στο δείπνο.



























