Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
depresso
01
ντεπρέσο, καταθλιπτικός
feeling sad, low, or depressed, often used playfully or in a joking context
Παραδείγματα
I'm feeling depresso after missing the concert.
Αισθάνομαι ντεπρέσο αφού έχασα τη συναυλία.
He's depresso after losing his wallet.
Είναι depresso αφού έχασε το πορτοφόλι του.



























