Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
big yikes
01
μεγάλη ντροπή, αμήχανο
used to express embarrassment, cringe, or discomfort, often in reaction to an awkward or offensive comment
Παραδείγματα
He called her out in front of everyone — big yikes.
Την επέκρινε μπροστά σε όλους—μεγάλη ντροπή.
That typo in your post? Big yikes.
Αυτό το ορθογραφικό λάθος στην ανάρτησή σου; Μεγάλη ντροπή.



























