Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
derp
01
βλακεία, λάθος
used to indicate a foolish, silly, or clueless action or moment
Παραδείγματα
I spilled coffee all over my notes, derp!
Έχυσα καφέ πάνω σε όλες μου τις σημειώσεις, βλακεία!
He tried to open the door with his phone; derp.
Προσπάθησε να ανοίξει την πόρτα με το τηλέφωνό του· ντερπ.



























