Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
stanky
01
βρομερός, δυσωδιαστικός
smelly or unpleasant in odor
Παραδείγματα
My gym shoes are super stanky after practice.
Τα παπούτσια γυμναστικής μου είναι σούπερ βρομερά μετά την προπόνηση.
That trash can is stanky; take it out!
Αυτός ο κάδος σκουπιδιών είναιβρομερός; βγάλτον έξω!



























