Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Doomer
01
ηττοπαθής, χρονικός απαισιόδοξος
a pessimistic or depressive person who expects the worst in life
Παραδείγματα
Of course the doomer says we're all doomed.
Φυσικά, ο απαισιόδοξος λέει ότι είμαστε όλοι καταδικασμένοι.
She's a doomer when it comes to climate change.
Είναι μια doomer όταν πρόκειται για την κλιματική αλλαγή.



























