Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Doofus
01
ηλίθιος, βλάκας
someone acting silly, foolish, or lacking common sense
Παραδείγματα
Danny is such a doofus for leaving his keys in the car.
Ο Danny είναι τόσο ηλίθιος που άφησε τα κλειδιά του στο αυτοκίνητο.
Do n't be a doofus, double-check your work.
Μην είσαι ανόητος, διπλοτσέκαρε τη δουλειά σου.



























