Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Tryhard
01
προσπαθητής, υπερβολικός
someone who overexerts to impress others, often appearing desperate or awkward
Παραδείγματα
He's such a tryhard, always showing off online.
Είναι τόσο tryhard, πάντα κάνει επίδειξη online.
Nobody likes a try hard at the gym.
Κανείς δεν συμπαθεί έναν παρατρεγμένο στο γυμναστήριο.



























