Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ong
01
Ορκίζομαι, Πραγματικά
used to strongly affirm, swear, or agree with a statement
Παραδείγματα
ONG, that performance was incredible.
ONG, αυτή η παράσταση ήταν απίστευτη.
This pizza is the best I've ever had, ONG.
Αυτή η πίτσα είναι η καλύτερη που έχω φάει ποτέ, ONG.



























