Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Oneitis
01
ερωτική εμμονή, αποκλειστική εμμονή
an intense romantic or sexual fixation on a single person, often to the exclusion of considering other potential partners
Παραδείγματα
He's got oneitis for that girl from work and wo n't even talk to anyone else.
Έχει oneitis για εκείνο το κορίτσι από τη δουλειά και δεν μιλάει καν σε κανέναν άλλο.
Oneitis can make someone overlook red flags in a relationship.
Oneitis μπορεί να κάνει κάποιον να αγνοεί τα προειδοποιητικά σημάδια σε μια σχέση.



























