Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Snuggie
01
συρόμενo εσώρουχο, ανεβασμένο εσώρουχο
underwear that has been pulled up uncomfortably
Παραδείγματα
He complained about getting a snuggie in gym class.
Παραπονέθηκε που έλαβε ένα snuggie στο μάθημα γυμναστικής.
Do n't give me a snuggie; I ca n't walk like this.
Μη μου δώσεις ένα snuggie· δεν μπορώ να περπατήσω έτσι.



























