Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
clapped
01
άσχημος, μη ελκυστικός
ugly or unattractive
Παραδείγματα
He looked clapped after the long week.
Φαινόταν άσχημος μετά τη μακρά εβδομάδα.
That outfit is clapped, you should change it.
Αυτό το ρούχο είναι άσχημο, πρέπει να το αλλάξεις.



























