Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Lewk
01
διακριτικό στυλ, προσωπική αισθητική
a person's distinctive style, appearance, or overall aesthetic
Παραδείγματα
I'm loving your lewk today, so chic!
Λατρεύω το lewk σου σήμερα, τόσο κομψό!
Her lewk is always on point; she really knows how to dress.
Το lewk της είναι πάντα άψογο· ξέρει πραγματικά πώς να ντύνεται.



























