lexical
lex
ˈlɛk
λεκ
i
σι
cal
kəl
καλ
British pronunciation
/lˈɛksɪkəl/

Ορισμός και σημασία του "lexical"στα αγγλικά

01

λεξικός, σχετικός με το λεξιλόγιο

relating to the vocabulary or words of a language, including their meanings, usage, and relationships
example
Παραδείγματα
A dictionary is a valuable resource for understanding lexical meanings and word usage.
Ένα λεξικό είναι ένας πολύτιμος πόρος για την κατανόηση λεξικών σημασιών και της χρήσης των λέξεων.
Lexical ambiguity occurs when a word has multiple meanings in different contexts.
Η λεξική ασάφεια εμφανίζεται όταν μια λέξη έχει πολλαπλές σημασίες σε διαφορετικά πλαίσια.
02

λεξικός, λεξικογραφικός

of or relating to dictionaries

Λεξικό Δέντρο

lexicalize
lexically
nonlexical
lexical
lexic
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store