Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
lexical
01
λεξικός, σχετικός με το λεξιλόγιο
relating to the vocabulary or words of a language, including their meanings, usage, and relationships
Παραδείγματα
A dictionary is a valuable resource for understanding lexical meanings and word usage.
Ένα λεξικό είναι ένας πολύτιμος πόρος για την κατανόηση λεξικών σημασιών και της χρήσης των λέξεων.
Lexical ambiguity occurs when a word has multiple meanings in different contexts.
Η λεξική ασάφεια εμφανίζεται όταν μια λέξη έχει πολλαπλές σημασίες σε διαφορετικά πλαίσια.
02
λεξικός, λεξικογραφικός
of or relating to dictionaries
Λεξικό Δέντρο
lexicalize
lexically
nonlexical
lexical
lexic



























