Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
torqued off
01
ενοχλημένος, θυμωμένος
annoyed, upset, or angry
Dialect
American
Παραδείγματα
He was torqued off after missing the meeting.
Ήταν θυμωμένος αφού έχασε τη συνάντηση.
She got torqued off when her project was criticized.
Θύμωσε όταν το έργο της επικρίθηκε.



























