Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to rip on
01
κοροϊδεύω, χλευάζω
to mock or ridicule someone, often playfully but sometimes harshly
Παραδείγματα
They kept ripping on him for being late again.
Συνέχιζαν να τον κοροϊδεύουν που άργησε ξανά.
Stop ripping on your little brother; it's not funny.
Σταμάτα να πειράζεις τον μικρό σου αδερφό· δεν είναι αστείο.



























