Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Aro-ace
01
αρο-έις, αρομαντικό και ασεξουαλικό άτομο
a person who is both aromantic and asexual
Παραδείγματα
That aro-ace shared their experiences navigating relationships.
Aro-ace μοιράστηκε τις εμπειρίες του στην πλοήγηση των σχέσεων.
Everyone respected the aro-ace in the group.
Όλοι σεβόντουσαν τον aro-ace στην ομάδα.



























