Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Alpha male
01
άλφα αρσενικό, αρχηγός της αγέλης
a man who is confident, dominant, and socially influential, often taking the lead in groups
Παραδείγματα
That alpha male walked into the room and immediately commanded attention.
Αυτός ο άλφα αρσενικός μπήκε στο δωμάτιο και αμέσως τράβηξε την προσοχή.
Everyone noticed the alpha male for his confidence and leadership.
Όλοι πρόσεξαν τον άλφα αρσενικό για την αυτοπεποίθηση και την ηγεσία του.



























