Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
coaxial
01
ομοαξονικός, κοαξιακός
related to a configuration where two or more components share a common axis or same center point
Παραδείγματα
The machine parts are aligned in a coaxial arrangement.
Τα μέρη του μηχανήματος είναι ευθυγραμμισμένα σε μια ομοαξονική διάταξη.
They used a coaxial design to improve signal quality.
Χρησιμοποίησαν ένα ομοαξονικό σχέδιο για να βελτιώσουν την ποιότητα του σήματος.
Λεξικό Δέντρο
coaxial
axial



























