Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Urbanite
01
αστικός, πολίτης
a person who lives in a city and typically embraces a modern, fast-paced urban lifestyle
Παραδείγματα
The art gallery opening drew a crowd of fashionable urbanites.
Το άνοιγμα της γκαλερί τέχνης προσέλκυσε ένα πλήθος από στυλάτους αστούς.
Most urbanites rely on public transportation rather than owning cars.
Οι περισσότεροι αστικοί κάτοικοι βασίζονται στα μέσα μαζικής μεταφοράς παρά στην κατοχή αυτοκινήτων.



























