Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
urbanized
01
αστικοποιημένος, αναπτύχθηκε σε αστική περιοχή
developed into an urban area, with high population density and tall buildings
Παραδείγματα
The once rural area is now highly urbanized.
Η κάποτε αγροτική περιοχή είναι τώρα πολύ αστικοποιημένη.
Many urbanized regions face issues like pollution and traffic.
Πολλές αστικοποιημένες περιοχές αντιμετωπίζουν προβλήματα όπως η ρύπανση και η κυκλοφορία.
Λεξικό Δέντρο
suburbanized
urbanized
urbanize
urban



























