Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
pivotable
01
περιστρεφόμενος, με δυνατότητα αλλαγής κατεύθυνσης
capable of changing direction or position easily
Παραδείγματα
The screen is mounted on a pivotable arm.
Η οθόνη είναι τοποθετημένη σε έναν περιστρεφόμενο βραχίονα.
A pivotable joint allows for flexible movement.
Μια περιστρεφόμενη άρθρωση επιτρέπει ευέλικτη κίνηση.



























