Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
food security
/fˈuːd sɪkjˈʊɹɪɾi/
/fˈuːd sɪkjˈʊəɹɪti/
Food security
01
ασφάλεια τροφίμων, τροφική ασφάλεια
the state of having regular and reliable access to enough safe and nutritious food to live a healthy and active life
Παραδείγματα
Education and farming training programs can support long-term food security.
Τα εκπαιδευτικά προγράμματα και τα προγράμματα εκπαίδευσης στη γεωργία μπορούν να υποστηρίξουν την μακροπρόθεσμη ασφάλεια τροφίμων.
Food security is a major goal for many international organizations.
Η τροφική ασφάλεια είναι ένας κύριος στόχος για πολλούς διεθνείς οργανισμούς.



























