Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Foodstuff
01
τροφές, εδώδιμα
(usually plural) consumer goods sold by a grocer
02
τροφή, είδος διατροφής
any substance that can be used for consumption as food
Λεξικό Δέντρο
foodstuff
food
stuff
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
τροφές, εδώδιμα
τροφή, είδος διατροφής
Λεξικό Δέντρο
food
stuff