Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
telepresence
/tˈɛlɪpɹˌɛzəns/
/tˈɛlɪpɹˌɛzəns/
Telepresence
01
τηλεπαρουσία, απομακρυσμένη παρουσία
technology that allows people to control devices or join events from a distance by creating a realistic virtual experience
Παραδείγματα
Engineers use telepresence to operate machines in dangerous places.
Οι μηχανικοί χρησιμοποιούν τηλεπαρουσία για τη λειτουργία μηχανημάτων σε επικίνδυνα μέρη.
Telepresence lets doctors perform surgery from different cities.
Η τηλεπαρουσία επιτρέπει στους γιατρούς να πραγματοποιούν εγχειρήσεις από διαφορετικές πόλεις.



























