Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
positioned
01
τοποθετημένος, καλά τοποθετημένος
having a quality, place, or condition that gives an advantage or makes something suitable for a purpose
Παραδείγματα
The company is well positioned to lead the market.
Η εταιρεία είναι καλά τοποθετημένη να ηγηθεί της αγοράς.
She is perfectly positioned for a promotion.
Είναι τέλεια τοποθετημένη για μια προαγωγή.



























