Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
coastal
01
παραλιακός, παράκτιος
related to or situated along the coast, the area where land meets the sea
Παραδείγματα
Coastal erosion is a natural process that reshapes shorelines over time.
Η παράκτια διάβρωση είναι μια φυσική διαδικασία που αναδιαμορφώνει τις ακτογραμμές με το πέρασμα του χρόνου.
Coastal cities like Miami and Sydney are popular tourist destinations.
Οι παραθαλάσσιες πόλεις όπως το Μαϊάμι και το Σίδνεϊ είναι δημοφιλή τουριστικά προορισμοί.
Λεξικό Δέντρο
coastal
coast



























