coal
coal
koʊl
κουλ
British pronunciation
/kəʊl/

Ορισμός και σημασία του "coal"στα αγγλικά

01

άνθρακας, λιθάνθρακας

a type of fossil fuel, which is black and found in the ground, typically used as a source of energy
Wiki
coal definition and meaning
example
Παραδείγματα
Coal has been a crucial source of energy for centuries, playing a significant role in powering industries and generating electricity worldwide.
Ο άνθρακας ήταν μια κρίσιμη πηγή ενέργειας για αιώνες, παίζοντας σημαντικό ρόλο στην τροφοδοσία βιομηχανιών και στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας παγκοσμίως.
The mining and burning of coal can have detrimental environmental impacts, including air and water pollution, as well as greenhouse gas emissions contributing to climate change.
Η εξόρυξη και η καύση του άνθρακα μπορεί να έχει επιβλαβείς περιβαλλοντικές επιπτώσεις, συμπεριλαμβανομένης της ρύπανσης του αέρα και του νερού, καθώς και εκπομπές αερίων θερμοκηπίου που συμβάλλουν στην κλιματική αλλαγή.
1.1

κάρβουνο, ανθρακιά

a hot fragment of wood or coal that is left from a fire and is glowing or smoldering
to coal
01

φορτώνω κάρβουνο, εφοδιάζω με κάρβουνο

take in coal
02

προμηθεύω με κάρβουνο, φορτώνω κάρβουνο

supply with coal
03

ανθρακώνω, μετατρέπω σε κάρβουνο

burn to charcoal
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store