Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to cloy
01
κουράζω, αηδιάζω
to cause someone lose interest through excessive use of something initially pleasing
02
χορταίνω υπερβολικά, ταΐζω σε αφθονία
supply or feed to surfeit
Λεξικό Δέντρο
cloying
cloy
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
κουράζω, αηδιάζω
χορταίνω υπερβολικά, ταΐζω σε αφθονία
Λεξικό Δέντρο