Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
climate change
/ˈklaɪmət ˌʧeɪndʒ/
/ˈklaɪmət ˌʧeɪndʒ/
Climate change
01
κλιματική αλλαγή, παγκόσμια θέρμανση
a permanent change in global or regional climate patterns, including temperature, wind, and rainfall
Παραδείγματα
Climate change is a major concern for future generations.
Η κλιματική αλλαγή είναι μια σημαντική ανησυχία για τις μελλοντικές γενιές.
Climate change is causing shifts in agricultural practices.
Η κλιματική αλλαγή προκαλεί αλλαγές στις γεωργικές πρακτικές.



























