LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Cleric
/klˈɛɹɪk/
/ˈkɫɛɹɪk/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "cleric"
Cleric
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a religious leader, especially a Muslim or Christian one
Παράδειγμα
If
the
allegations
are
proven
true
,
the
church
will
undoubtedly
unfrock
the
offending
cleric
.
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App