LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Cleric
/klˈɛɹɪk/
/ˈkɫɛɹɪk/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "cleric"
Cleric
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
κληρικός
a religious leader, especially a Muslim or Christian one
churchman
divine
ecclesiastic
Παράδειγμα
If
the
allegations
are
proven
true
,
the
church
will
undoubtedly
unfrock
the
offending
cleric
.
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App