Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
clerical
01
γραφείου, διοικητικός
of or relating to clerks
02
κληρικός, εκκλησιαστικός
of or relating to the clergy
03
γραφείου, διοικητικός
appropriate for or engaged in office work
Λεξικό Δέντρο
clericalism
clericalist
clerical
cleric



























