Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Clergyman
01
κληρικός, εκκλησιαστικός
a member of the clergy and a spiritual leader of the Christian Church
Λεξικό Δέντρο
clergyman
clergy
man
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
κληρικός, εκκλησιαστικός
Λεξικό Δέντρο
clergy
man