Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Cleanser
01
καθαριστικό, απορρυπαντικό
a substance that is used to clean a surface, especially a cosmetic that cleans the skin
Λεξικό Δέντρο
cleanser
cleanse
clean
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
καθαριστικό, απορρυπαντικό
Λεξικό Δέντρο