Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Classroom
01
αίθουσα διδασκαλίας, τάξη
a room that students are taught in, particularly in a college, school, or university
Παραδείγματα
I keep my school supplies organized in my backpack for the classroom.
Κρατάω τα σχολικά μου υλικά οργανωμένα στην τσάντα μου για την αίθουσα διδασκαλίας.
She enjoys decorating the classroom with colorful artwork.
Απολαμβάνει να διακοσμεί την αίθουσα διδασκαλίας με πολύχρωμα έργα τέχνης.
Λεξικό Δέντρο
classroom
class
room



























