Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Classmate
01
συμμαθητής, συμφοιτητής
someone who is or was in the same class as you at school or college
Παραδείγματα
At the class reunion, old classmates reminisced about their shared experiences and achievements.
Στην επανένωση της τάξης, οι παλιοί συμμαθητές θυμήθηκαν τις κοινές εμπειρίες και επιτεύγματά τους.
She reached out to her former classmates on social media to reconnect and catch up.
Επικοινώνησε με τους πρώην συμμαθητές της στα κοινωνικά δίκτυα για να επανασυνδεθεί και να ενημερωθεί.
Λεξικό Δέντρο
classmate
class
mate



























