Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
civic
01
πολιτικός, δημοτικός
officially relating to or connected with a city or town
Παραδείγματα
Civic leaders met to discuss plans for improving public infrastructure in the city.
Οι πολιτειακοί ηγέτες συναντήθηκαν για να συζητήσουν σχέδια βελτίωσης της δημόσιας υποδομής της πόλης.
She volunteered for various civic organizations dedicated to community development.
Εργάστηκε εθελοντικά σε διάφορους πολιτειακούς οργανισμούς αφιερωμένους στην ανάπτυξη της κοινότητας.
02
πολιτικός, δημοτικός
relating to the activities or duties of individuals concerning their town, city, or local area
Παραδείγματα
Civic engagement involves actively participating in community activities or political affairs to promote social justice and change.
Η πολιτική συμμετοχή περιλαμβάνει την ενεργή συμμετοχή σε κοινωνικές δραστηριότητες ή πολιτικά θέματα για την προώθηση της κοινωνικής δικαιοσύνης και της αλλαγής.
Civic responsibility includes voting in elections, volunteering for local organizations, and advocating for community needs.
Η πολιτική ευθύνη περιλαμβάνει την ψήφο στις εκλογές, την εθελοντική εργασία σε τοπικούς οργανισμούς και την υποστήριξη των αναγκών της κοινότητας.



























