Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
civically
01
πολιτικά, με τρόπο που σχετίζεται με την υπηκοότητα
in a manner that relates to citizenship or the responsibilities and activities of citizens within a community or society
Παραδείγματα
Voting in elections is a key civic duty that contributes to the democratic process civically.
Η ψήφος στις εκλογές είναι ένα βασικό καθήκον που συμβάλλει πολιτικά στη δημοκρατική διαδικασία.
Volunteering for community projects is a way to contribute civically to society.
Ο εθελοντισμός για κοινωνικά έργα είναι ένας τρόπος να συμβάλλεις πολιτικά στην κοινωνία.



























