Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
a-one
01
πρώτης τάξης, εξαιρετικός
having the highest quality or excellence
Παραδείγματα
The hotel's A-one service made the stay unforgettable.
Η εξαιρετική εξυπηρέτηση του ξενοδοχείου έκανε τη διαμονή αξέχαστη.
She always strives to deliver A-one results in her work.
Πάντα προσπαθεί να παρουσιάζει εξαιρετικά αποτελέσματα στη δουλειά της.



























