Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Cinematography
01
κινηματογράφηση
the art and methods of film-making, especially the photographic aspect and camerawork
Παραδείγματα
The cinematography in the action sequence was dynamic and visually captivating.
Η κινηματογράφηση στη σκηνή δράσης ήταν δυναμική και οπτικά συναρπαστική.
The director of photography focused on creating mood through innovative cinematography.
Ο διευθυντής φωτογραφίας επικεντρώθηκε στη δημιουργία ατμόσφαιρας μέσω της καινοτόμου κινηματογραφίας.



























