Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
choppy
01
ταραγμένος, κυματιστός
(of water or waves) rough and uneven, with many small, quick-moving waves
Παραδείγματα
The boat struggled to stay steady in the choppy waters of the bay.
Η βάρκα αγωνίστηκε να μείνει σταθερή στα ανήσυχα νερά του κόλπου.
The surfer waited for the right moment to ride the choppy waves.
Ο σέρφερ περίμενε τη σωστή στιγμή για να καβαλήσει τα ανήσυχα κύματα.
02
ασυνεχής, αναστατωμένος
marked by abrupt transitions
Λεξικό Δέντρο
choppiness
choppy
chop



























