LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Choked
/tʃˈəʊkt/
/ˈtʃoʊkt/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "choked"
choked
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
stopped up; clogged up
word family
choke
choke
Verb
choked
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
chokecherry tree
choke-full
choke up
choke off
choke hold
chokedamp
chokehold
chokepoint
choker
chokey
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App