LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Affixed
/ɐfˈɪkst/
/əˈfɪkst/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "affixed"
affixed
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
firmly attached
unaffixed
word family
affix
affix
Verb
affixed
Adjective
unaffixed
Adjective
unaffixed
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
affixation
affixal
affix
affirmer
affirmed
affixial
afflatus
afflict
afflicted
affliction
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App