Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
chicory escarole
/tʃˈɪkɚɹi ˈɛskɚɹˌoʊl/
/tʃˈɪkəɹˌi ˈɛskəɹˌəʊl/
Chicory escarole
01
ραδίκι σκαρόλα, σκαρόλα
variety of endive having leaves with irregular frilled edges
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ραδίκι σκαρόλα, σκαρόλα