Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to chide
01
επιπλήττω, μαλώνω
to express mild disapproval, often in a gentle or corrective manner
Transitive: to chide sb for an action or behavior
Παραδείγματα
The teacher chided the student for talking loudly during the exam.
Ο δάσκαλος επέπληξε τον μαθητή για το δυνατό μιλήσιμο κατά τη διάρκεια της εξέτασης.
The mother chided her child for not wearing a coat on a chilly day.
Η μητέρα επέπληξε το παιδί της γιατί δεν φόρεσε παλτό σε μια κρύα μέρα.



























