Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
chemical warfare
/kˈɛmɪkəl wˈɔːɹfɛɹ/
/kˈɛmɪkəl wˈɔːfeə/
Chemical warfare
01
χημικός πόλεμος, χημικά όπλα
methods of warfare using chemical weapons
Παραδείγματα
Chemical warfare was widely used during World War I, causing massive casualties.
Ο χημικός πόλεμος χρησιμοποιήθηκε ευρέως κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, προκαλώντας τεράστιες απώλειες.
Nations agreed to ban chemical warfare after its horrific effects were realized.
Τα έθνη συμφώνησαν να απαγορεύσουν τον χημικό πόλεμο μετά την συνειδητοποίηση των τρομερών επιπτώσεών του.



























