Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Chemise
01
πουκάμισο
a loose-fitting, sleeveless undergarment or dress that hangs straight from the shoulders and fits loosely at the waist
02
αμάνικη γυναικεία εσώρουχο
a woman's sleeveless undergarment
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
πουκάμισο
αμάνικη γυναικεία εσώρουχο