Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Chemist's
01
φαρμακείο, βοτανικό
a place where one can buy medicines, cosmetic products, and toiletries
Dialect
British
Παραδείγματα
She went to the chemist's to pick up her prescription medication.
Πήγε στο φαρμακείο να πάρει τα φάρμακά της που είχαν συνταγογραφηθεί.
The chemist's also stocked a variety of skincare products and cosmetics.
Το φαρμακείο είχε επίσης μια ποικιλία από προϊόντα περιποίησης δέρματος και καλλυντικά.



























